Τα κράματα Ψευδαργύρου αποτελούνται κυρίως από αλουμίνιο και χαλκό γι’
αυτό και έχει δημιουργηθεί το ακρωνύμιο Zamak. Το ακρωνύμιο αυτό
προήλθε από τις Γερμανικές ονομασίες των στοιχείων του κράματος : zink
(zinc), aluminium, magnesium and kupfer (copper). Το κράμα αυτό
αποτεέιται από 4% αλουμίνιο και η πρώτη βιομηχανία που παρήγαγε ένα
τέτοιο κράμα ήταν η New Jersey Zinc Company το 1929. Τα κράματα
ψευδαργύρου ήταν δημοφιλή με τον όρο pot metal ή λευκά μέταλλα, που
σημαίνει μέταλλα με εύκολη χυτευσημότητα, χαμηλό σημείο τήξης και αρκετά
οικονομικά. Το Zamak όμως απαιτούσε υψηλές προδιαγραφές για την
παραγωγή του.
Ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που εμφανίστηκε κατά την διάρκεια
της χύτευσης υπό πίεση ήταν ο ‘μπελάς του ψευδαργύρου’ (zinc pest) που
σχετιζόταν με τα διάφορα υπολείμματα άλλων μεταλλικών στοιχείων.
Συγκεκριμένα το φαινόμενο αυτό προκαλεί έντονη διάβρωση λόγω των
υπολειμμάτων μολύβδου μέσα στο κράμα. Επηρεάζει το πρώτα στάδια
χύτευσης υπό πίεση που παρήχθησαν στις δεκαετίες του 30, 40 και 50.
Παρόλο που τα υπολείμματα μολύβδου δημιουργούσαν το φαινόμενο της
διάβρωσης, παράγοντες όπως η υγρασία επιτάχυναν την όλη διαδικασία του
φαινόμενου αυτού.
Τα κράματα ψευδαργύρου χωρίζονται σε δύο κατηγορίες :
Α) Εύχυτα κράματα ψευδαργύρου
1. Κράματα Zamak
Β) Δύσχυτα κράματα Ψευδαργύρου.
1. Zn-Pb
2. Zn-Cd
3. Zn-Cu
Ο ρόλος του κάθε στοιχείου στην χύτευση του ψευδαργύρου καθορίζεται στη
συνέχεια αναφέροντας τα πιο χαρακτηριστικά χημικά στοιχεία που
χρησιμοποιούνται για την παράγωγη κραμάτων ψευδαργύρου.
Το αλουμίνιο προστίθεται για να προσδώσει στο κράμα σκληρότητα, να
μειώσει το μέγεθος των κόκκων , να βελτιώσει την χυτευσημότητα και να
ελαττώσει την επίθεση του λιωμένου κράματος ψευδαργύρου στον σίδηρο.
Το μαγνήσιο προστίθεται σε χαμηλό ποσοστό (0.01-0.3%) για την αποφυγή
της περικρυσταλλικής διάβρωσης λόγω της παρουσίας μολύβδου και καδμίου.
Αλλά σε μεγαλύτερα ποσοστά μειώνει την ρευστότητα και μειώνουν το όριο
διαρροής (Pb < 0.003% and Sn <0.001%).